φλώ — άω, Α λειώνω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλῶ έχει προέλθει από συμφυρμό τών ρ. θλῶ «σπάζω» και φλίβω* «σπάζω, συντρίβω» (πρβλ. και το ρ. θλίβω, επίσης προϊόν συμφυρμού) και απαρτίζει, μαζί με τα ρ. θλῶ* και κλῶ*, μια ομάδα λ. με έντονες… … Dictionary of Greek
φλάζω — Α σχίζομαι, κομματιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ φλαδ ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl d της ρίζας *bhl ed της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ.… … Dictionary of Greek
φλαδιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλαδιᾱν θλαδιᾱν, μαλάττειν, τύπτειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. φλῶ «σπάω» σχηματισμένος από το θ. φλα με οδοντική παρέκταση σ (πρβλ. κλά δ ος: κλῶ) και ρηματ. κατάλ. ιῶ / ιάω, πρβλ. και το ζεύγος θλα δ ιῶ: θλῶ (για τη… … Dictionary of Greek
φλίβω — Α (αιολ. τ.) θλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός σπάνιος τ. ρήματος, παρλλ. τού ρ. θλίβω* (πρβλ. φλῶ: θλῶ), ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τα λατ. fligo «χτυπώ», λετ(ον)νικά bliezt «χτυπώ», ρωσ. blizna «ουλή», τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούν να αναχθούν σε… … Dictionary of Greek
άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… … Dictionary of Greek
αναφλώ — ἀναφλῶ ( άω) (Α) [φλω] 1. προκαλώ με το χέρι στύση του πέους 2. έχω στύση του πέους … Dictionary of Greek
θλαδίας — θλαδίας, ὁ (Α) ευνούχος, αυτός που έχει «εκτεθλασμένους», σπασμένους τους όρχεις, «εκτομίας». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. θλαδίας (< θλώ) και θλαδιώ* πρέπει να σχηματίστηκαν αναλογικά προς το φλαδιώ, παράλληλο τ. τού φλω = θλω (πρβλ. και κλάδος/κλω)] … Dictionary of Greek
φλάσις — εως, ἡ, Α [φλῶ] ιων. τ. θλάση … Dictionary of Greek
φλάσμα — ατος, τὸ, Α [φλῶ] ιων. τ. θλάσμα … Dictionary of Greek
φλάω — Α βλ. φλῶ … Dictionary of Greek